- συνεξακολουθώ
- -έω, ΜΑγραμμ. έχω την ίδια κατάληξηαρχ.1. ακολουθώ κάποιον σταθερά παντού2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια», Πολ.)3. αποβαίνω συμφώνως προς κάτι («τὰ τέλη συνεξακολουθεῑ ταῑς Ρωμαίων προθέσεσι», Πολ.)4. έρχομαι ως αποτέλεσμα, είμαι επακολούθημα επίσης.
Dictionary of Greek. 2013.