συνεξακολουθώ

συνεξακολουθώ
-έω, ΜΑ
γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη
αρχ.
1. ακολουθώ κάποιον σταθερά παντού
2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («συνεξηκολούθει αὐτῷ ἀσέλγεια», Πολ.)
3. αποβαίνω συμφώνως προς κάτι («τὰ τέλη συνεξακολουθεῑ ταῑς Ρωμαίων προθέσεσι», Πολ.)
4. έρχομαι ως αποτέλεσμα, είμαι επακολούθημα επίσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • συνεξακολούθησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συνεξακολουθῶ] το να έχουν ορισμένες λέξεις την ίδια κατάληξη («ὡς δὲ πολλὰς λέξεις καινοτομεῑ καὶ ἡ συνεξακολούθησις δῆλον καὶ ἐκ τοῡ υἱάσι», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”